ραδιοθεραπεία

ραδιοθεραπεία
η
θεραπεία με ράδιο, ακτινοθεραπεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [ραδιοθεραπεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοθεραπεία. επίρρ... ραδιοθεραπευτικώς και ραδιοθεραπευτικά Ν με ραδιοθεραπεία …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • μιλικιουρί — το μετρολ. μονάδα ραδιενέργειας, με σύμβολο mCi, η οποία ισούται προς το ένα χιλιοστό τής μονάδας κιουρί ή προς 3,7 107 διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο ή μπεκερέλ, ισοδυναμεί με την ποσότητα ακτινοβολίας γάμμα που εκπέμπεται σε χρόνο μιας ώρας από… …   Dictionary of Greek

  • ραδόνιο — Ραδιενεργό στοιχείο με σύμβολο Rn· ανήκει στην ομάδα μηδέν (ομάδα των ευγενών αερίων) του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 86, ατομικό βάρος 222 και 17 ισότοπα, από τα οποία τα τρία είναι φυσικά. Οφείλει το όνομά του στο… …   Dictionary of Greek

  • φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβλησία — (αγγλ. irradiation). Όρος με τον οποίο μπορεί να αποδοθεί η έκθεση ενός σώματος σε εκπεμπόμενη ακτινοβολία (radiation) ποικίλης φύσης. Στην περίπτωση αυτή η ακτινοβολία μεταφέρει την ενέργειά της στο υλικό σώμα που εκτίθεται στην επίδρασή της, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”